Νέα Ζίχνη 12/11/2011
Χαμένες σελίδες της ιστορίας
Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε «χάθηκε» ένα κομμάτι της ιστορίας της Ζίχνης. Πραγματοποιήθηκε η κατεδάφιση του αλευρόμυλου της οικογένειας Νικολαΐδη στο κέντρο της κωμόπολης, απέναντι από το Δημαρχείο.
Ο αλευρόμυλος του Νικολαΐδη υπήρξε ένα βιομηχανικό κτήριο, το μοναδικό της Νέας Ζίχνης. Συνέβαλε σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου καθώς εκσυγχρόνισε την διαδικασία μεταποίησης των δημητριακών που παρήγαγαν οι γεωργοί της Ζίχνης και των γύρω χωριών. Μαζί με τα καπνομάγαζα, που λειτούργησαν από το β΄ μισό του 19ου έως το α΄ μισό του 20ου αι., συνέθεταν την εικόνα μιας μικρής «βιομηχανικής ζώνης» στο κέντρο της Ζίχνης, ενός οικισμού με εισοδήματα προερχόμενα κατά κύριο λόγο από τον πρωτογενή τομέα.
Σύντομο ιστορικό
Ο μύλος της οικογένειας Νικολαΐδη λειτούργησε από την δεκαετία 1910-1920 μέχρι το 1968/69. Χτίστηκε στο κέντρο της αγοράς της Ζηλιάχωβας, η οποία μετονομάστηκε σε Νέα Ζίχνη το 1927 (ΦΕΚ :179/1927).
Το κτήριο εξωτερικά δεν παρουσίαζε ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. Ήταν ένα ογκώδες τετράγωνο κτήριο με λιθόχτιστους τοίχους, κεραμοσκεπή και ορθογώνια παράθυρα. Η κατασκευή του ήταν ιδιαίτερα στιβαρή, ώστε να στεγάσει τα μεγάλα σιδερένια μηχανήματα του μύλου. Εσωτερικά διαμορφωνόταν με ισόγειο και έναν όροφο με τη μορφή παταριού. Ένας μικρός ιδιαίτερος χώρος ήταν το γραφείο της επιχείρησης. Η μεγάλη είσοδός του ήταν στραμμένη προς τα ανατολικά, όπου μέχρι το 1960 περίπου υπήρχε ρέμα (η σημερινή οδός ιατρού Γεωργίου Παπαβασιλείου). Εξωτερικά της εισόδου υπήρχαν μεταλλικοί κρίκοι για την πρόσδεση των υποζυγίων που μετέφεραν τα προς άλεση προϊόντα.
Άλεθε δημητριακά και κυρίως σιτάρι. Τα πρώτα χρόνια ο μύλος λειτουργούσε με μυλόπετρες, τις οποίες κινούσαν δύο πετρελαιοκίνητες μηχανές. Από τα χρόνια του Μεταξά, παράλληλα με το αλεύρι, παρήγαγε και ηλεκτρικό ρεύμα μέχρι την εποχή που το ελληνικό δημόσιο άρχισε να διανέμει την ηλεκτρική ενέργεια (δεκαετία 1950). Την εποχή εκείνη οι μυλόπετρες αντικαταστάθηκαν από κυλίνδρους, οι οποίοι πλέον κινούνταν με ηλεκτρισμό.
Το άλεσμα
Ο κάθε παραγωγός παρέδιδε το σιτάρι στον μύλο είτε μόνος του, μεταφέροντάς το με δικά του ζώα, είτε σε αντιπρόσωπο της επιχείρησης, ο οποίος με κάρο ή αργότερα με φορτηγό γύριζε από σπίτι σε σπίτι. Η επιχείρηση από το σιτάρι του κάθε παραγωγού κρατούσε ένα ποσοστό, το οποίο στη συνέχεια το μεταπουλούσε.
Για παράδειγμα, αν ένας παραγωγός έδινε για άλεση 100 οκάδες σιτάρι και επιθυμούσε να κρατήσει όλα τα παράγωγα (αλεύρι, σιμιγδάλι, πίτουρο, μπλιγούρι), η επιχείρηση έπαιρνε μέχρι και το 10%. Αν όμως ο παραγωγός δεν ήθελε να κρατήσει τα πίτουρα, τότε αυτά τα έπαιρνε η επιχείρηση και αυτό ήταν το κέρδος της. Η αναλογία του παραγόμενου αλευριού και πίτουρου ήταν η εξής: για 100 οκάδες μαλακού σίτου, το 70% των παραγώγων ήταν αλεύρι και το 30% πίτουρο ενώ για 100 οκάδες σκληρού σίτου το 70% ήταν αλεύρι, το 20% πίτουρο χοντρό (ζωοτροφή) και το 10% πίτουρο ψηλό (σιμιγδάλι).
Για παράδειγμα, αν ένας παραγωγός έδινε για άλεση 100 οκάδες σιτάρι και επιθυμούσε να κρατήσει όλα τα παράγωγα (αλεύρι, σιμιγδάλι, πίτουρο, μπλιγούρι), η επιχείρηση έπαιρνε μέχρι και το 10%. Αν όμως ο παραγωγός δεν ήθελε να κρατήσει τα πίτουρα, τότε αυτά τα έπαιρνε η επιχείρηση και αυτό ήταν το κέρδος της. Η αναλογία του παραγόμενου αλευριού και πίτουρου ήταν η εξής: για 100 οκάδες μαλακού σίτου, το 70% των παραγώγων ήταν αλεύρι και το 30% πίτουρο ενώ για 100 οκάδες σκληρού σίτου το 70% ήταν αλεύρι, το 20% πίτουρο χοντρό (ζωοτροφή) και το 10% πίτουρο ψηλό (σιμιγδάλι).
Οι ποσότητες σιταριού που παραδίδονταν, συγκεντρώνονταν σε αμπάρι. Στη συνέχεια τριοριζόταν (δηλ. κοσκινιζόταν), ώστε να απομακρυνθούν τα ξένα σώματα, πλενόταν σε «πλυντήρια» και στεγνωνόταν με ειδικές βούρτσες. Έπειτα το καθαρό πλέον σιτάρι έμπαινε πάλι σε αμπάρι, όπου αναμειγνυόταν με τη σοδειά άλλων καλλιεργητών, και από εκεί οδηγούνταν στις μηχανές άλεσης. Τέλος, το αλεσμένο πλέον σιτάρι κοσκινιζόταν ώστε να διαχωριστεί το αλεύρι από το πίτουρο.
Οι ευθύνες
Με την κατεδάφιση του αλευρόμυλου Νικολαΐδη η Ζίχνη στερείται ένα ακόμη κομμάτι της ιστορίας της και της μνήμης των κατοίκων της.
Το κτήριο ανήκε στην οικογένεια Νικολαΐδη, η οποία ανέλαβε και την κατεδάφισή του. Τα μηχανήματα και τα μεταλλικά μέρη από το εσωτερικό δόθηκαν ως «παλιοσίδερα» για ανακύκλωση! Δυστυχώς δεν έγινε κάποια ενέργεια από την οικογένεια Νικολαΐδη και κυρίως από την Δημοτική Αρχή της Ζίχνης, ώστε να διατηρηθεί και να αξιοποιηθεί. Θα μπορούσε από καιρό το κτήριο να κηρυχθεί διατηρητέο. Χρέος όλων ήταν να το διασώσουν από την φθορά του χρόνου και από τους κινδύνους κατάρρευσης και οριστικής απώλειας και όχι να το κατεδαφίσουν. Πόσο δύσκολο είναι να συνειδητοποιήσει κανείς ότι η βιομηχανική κληρονομιά αποτελεί μέρος της αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου και ότι προστατεύεται από το Νόμο 2831/2000 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός);
Το παρόν άρθρο αποτελεί μια ελάχιστη προσπάθεια καταγραφής μέρους της τοπικής ιστορίας, την οποία οι κάτοικοί της – και κυρίως η εκάστοτε δημοτική αρχή –συστηματικά παραβλέπουν ή ακόμη χειρότερα αγνοούν…
2 σχόλια:
αυτα να τα πειτε στους δημαρχους που βλεπουνε αλλα και αλλα............
Δεν αρκεί κανείς (εννοώ δήμαρχος) να έχει μόνον αυτιά, αλλά και αντίληψη.....
Δημοσίευση σχολίου